δραματουργῷ

δραματουργῷ
δρᾱματουργῷ , δραματουργός
contriver
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δραματουργώ — ( έω) (Α δραματουργῶ) δραματοποιώ αρχ. 1. παριστάνω στη σκηνή 2. εφευρίσκω, κατασκευάζω 3. μηχανεύομαι 4. παρουσιάζω δράμα στο θέατρο …   Dictionary of Greek

  • δραματουργώ — δραματούργησα, συγγράφω δράμα, θεατρικό έργο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνδραματουργώ — έω, Μ [δραματουργῶ] διασκευάζω μύθο ή οποιαδήποτε άλλη υπόθεση σε δράμα ή παριστάνω δράμα στη σκηνή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον …   Dictionary of Greek

  • υποδραματουργώ — έω, Α [δραματουργῶ] ὑποτραγωδῶ* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”